Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): scopes, scope
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): scope
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): scoped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): scoping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): scopes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): scope
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): scope
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
scope περιέχει 1 συλλαβές: scope
Φωνητική μεταγραφή: ˈskōp
scope , ˈskōp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)