Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): say
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): say
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): said
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): said
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): saying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): says
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): say
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): say
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
saying περιέχει 2 συλλαβές: say • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈsā-iŋ
say ing , ˈsā iŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)