Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): saves
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): save
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): saved
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): saving
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): saves
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): save
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): save
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
saving περιέχει 2 συλλαβές: sav • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈsā-viŋ
sav ing , ˈsā viŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)