Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): rushes, rush
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): rush
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): rushed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): rushing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): rushes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): rush
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): rush
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
rush περιέχει 1 συλλαβές: rush
Φωνητική μεταγραφή: ˈrəsh
rush , ˈrəsh (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)