Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): roofs, rooves
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): roof
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): roofed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): roofing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): roofs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): roof
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): roof
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
roof περιέχει 1 συλλαβές: roof
Φωνητική μεταγραφή: ˈrüf
roof , ˈrüf (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)