Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): rolls
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): roll
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): rolled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): rolling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): rolls
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): roll
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): roll
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
roll περιέχει 1 συλλαβές: roll
Φωνητική μεταγραφή: ˈrōl
roll , ˈrōl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)