Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): ridges
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): ridge
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): ridged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): ridging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): ridges
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): ridge
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): ridge
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
ridge περιέχει 1 συλλαβές: ridge
Φωνητική μεταγραφή: ˈrij
ridge , ˈrij (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)