Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): rejects
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): reject
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): rejected
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): rejecting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): rejects
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): reject
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): reject
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
reject περιέχει 2 συλλαβές: re • ject
Φωνητική μεταγραφή: ri-ˈjekt
re ject , ri ˈjekt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)