Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): rams
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): ram
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): rammed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): ramming
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): rams
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): ram
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): ram
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
ram περιέχει 1 συλλαβές: ram
Φωνητική μεταγραφή: ˈram
ram , ˈram (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)