Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): rags, rag
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): rag
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): ragged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): ragging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): rags
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): rag
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): rag
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
ragged περιέχει 2 συλλαβές: rag • ged
Φωνητική μεταγραφή: ˈra-gəd
rag ged , ˈra gəd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)