Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): quieter
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): quietest
Επίθετο (Adjective): quiet
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): quiet
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): quiet
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): quieted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): quieting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): quiets
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): quiet
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): quiet
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
quiet περιέχει 2 συλλαβές: qui • et
Φωνητική μεταγραφή: ˈkwī-ət
qui et , ˈkwī ət (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)