Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): puzzles
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): puzzle
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): puzzled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): puzzling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): puzzles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): puzzle
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): puzzle
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
puzzled περιέχει 2 συλλαβές: puz • zle
Φωνητική μεταγραφή: ˈpə-zəl
puz zle , ˈpə zəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)