Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): purpler
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): purplest
Επίθετο (Adjective): purple
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): purples, purple
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): purple
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
purple περιέχει 2 συλλαβές: pur • ple
Φωνητική μεταγραφή: ˈpər-pəl
pur ple , ˈpər pəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)