Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): pumps
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): pump
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): pumped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): pumping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): pumps
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): pump
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): pump
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
pump περιέχει 1 συλλαβές: pump
Φωνητική μεταγραφή: ˈpəmp
pump , ˈpəmp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)