Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): pulls, pull
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): pull
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): pulled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): pulling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): pulls
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): pull
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): pull
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
pull περιέχει 1 συλλαβές: pull
Φωνητική μεταγραφή: ˈpu̇l
pull , ˈpu̇l (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)