Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): prime
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): primes, prime
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): prime
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): primed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): priming
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): primes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): prime
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): prime
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
prime περιέχει 1 συλλαβές: prime
Φωνητική μεταγραφή: ˈprīm
prime , ˈprīm (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)