Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): pops, pop
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): pop
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): popped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): popping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): pops
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): pop
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): pop
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
pop περιέχει 1 συλλαβές: pop
Φωνητική μεταγραφή: ˈpäp
pop , ˈpäp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)