Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): plants, plant
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): plant
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): planted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): planting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): plants
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): plant
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): plant
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
plant περιέχει 1 συλλαβές: plant
Φωνητική μεταγραφή: ˈplant
plant , ˈplant (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)