Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): pins
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): pin
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): pinned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): pinning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): pins
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): pin
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): pin
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
pin περιέχει 1 συλλαβές: pin
Φωνητική μεταγραφή: ˈpin
pin , ˈpin (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)