Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα.
Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Official consent or authorization to do something, Approval or agreement given by someone for a specific action or request, The act of allowing someone to do something
Permission - Σημασίες
Official consent or authorization to do something
Παράδειγμα: I need permission from my boss to take time off next week.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: workplace, official documents
Σημείωση: Used in professional settings to indicate formal approval or consent.
Approval or agreement given by someone for a specific action or request
Παράδειγμα: She asked for permission to leave the room during the exam.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: education, social interactions
Σημείωση: Can be used in both formal and informal contexts to seek approval for an action.
The act of allowing someone to do something
Παράδειγμα: The teacher gave the students permission to work in groups.
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός(Noun, singular or mass): permission
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
permission περιέχει 3 συλλαβές: per • mis • sion
Φωνητική μεταγραφή: pər-ˈmi-shən
permission , pərˈmishən(Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Permission - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
permission: ~ 2500
(Πολύ Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.