Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): pens
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): pen
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): penned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): penning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): pens
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): pen
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): pen
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
pen περιέχει 1 συλλαβές: pen
Φωνητική μεταγραφή: ˈpen
pen , ˈpen (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)