Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): pearls, pearl
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): pearl
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): pearled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): pearling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): pearls
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): pearl
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): pearl
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
pearl περιέχει 1 συλλαβές: pearl
Φωνητική μεταγραφή: ˈpər(-ə)l
pearl , ˈpər( ə)l (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)