Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): peak
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): peaks
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): peak
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): peaked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): peaking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): peaks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): peak
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): peak
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
peak περιέχει 1 συλλαβές: peak
Φωνητική μεταγραφή: ˈpēk
peak , ˈpēk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)