Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): paragraphs
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): paragraph
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): paragraphed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): paragraphing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): paragraphs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): paragraph
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): paragraph
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
paragraph περιέχει 3 συλλαβές: par • a • graph
Φωνητική μεταγραφή: ˈper-ə-ˌgraf
par a graph , ˈper ə ˌgraf (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)