Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): palms
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): palm
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): palmed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): palming
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): palms
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): palm
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): palm
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
palm περιέχει 1 συλλαβές: palm
Φωνητική μεταγραφή: ˈpäm
palm , ˈpäm (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)