Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): packets
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): packet
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): packeted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): packeting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): packets
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): packet
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): packet
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
packet περιέχει 2 συλλαβές: pack • et
Φωνητική μεταγραφή: ˈpa-kət
pack et , ˈpa kət (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)