Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): obscure
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): obscured
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): obscuring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): obscures
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): obscure
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): obscure
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
obscure περιέχει 2 συλλαβές: ob • scure
Φωνητική μεταγραφή: äb-ˈskyu̇r
ob scure , äb ˈskyu̇r (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)