Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): networks
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): network
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): networked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): networking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): networks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): network
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): network
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
network περιέχει 2 συλλαβές: net • work
Φωνητική μεταγραφή: ˈnet-ˌwərk
net work , ˈnet ˌwərk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)