Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): mobs
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): mob
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): mobbed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): mobbing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): mobs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): mob
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): mob
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
mob περιέχει 1 συλλαβές: mob
Φωνητική μεταγραφή: ˈmäb
mob , ˈmäb (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)