Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): moans
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): moan
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): moaned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): moaning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): moans
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): moan
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): moan
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
moan περιέχει 1 συλλαβές: moan
Φωνητική μεταγραφή: ˈmōn
moan , ˈmōn (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)