Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): mixes, mix
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): mix
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): mixed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): mixing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): mixes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): mix
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): mix
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
mix περιέχει 1 συλλαβές: mix
Φωνητική μεταγραφή: ˈmiks
mix , ˈmiks (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)