Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): mines
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): mine
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): mined
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): mining
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): mines
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): mine
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): mine
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
mine περιέχει 1 συλλαβές: mine
Φωνητική μεταγραφή: ˈmīn
mine , ˈmīn (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)