Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): mass
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): masses, mass
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): mass
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): massed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): massing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): masses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): mass
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): mass
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
mass περιέχει 1 συλλαβές: mass
Φωνητική μεταγραφή: ˈmas
mass , ˈmas (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)