Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): lodges
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): lodge
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): lodged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): lodging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): lodges
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): lodge
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): lodge
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
lodging περιέχει 2 συλλαβές: lodg • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈlä-jiŋ
lodg ing , ˈlä jiŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)