Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): locks, lock
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): lock
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): locked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): locking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): locks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): lock
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): lock
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
lock περιέχει 1 συλλαβές: lock
Φωνητική μεταγραφή: ˈläk
lock , ˈläk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)