Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): level
Επίρρημα (Adverb): level
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): levels, level
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): level
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): leveled, levelled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): leveling, levelling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): levels
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): level
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): level
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
level περιέχει 2 συλλαβές: lev • el
Φωνητική μεταγραφή: ˈle-vəl
lev el , ˈle vəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)