Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): leaves, leave
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): leave
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): left
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): left
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): leaving
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): leaves
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): leave
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): leave
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Leave περιέχει 1 συλλαβές: leave
Φωνητική μεταγραφή: ˈlēv
leave , ˈlēv (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)