Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): lakes, lake
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): lake
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): laked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): laking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): lakes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): lake
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): lake
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
lake περιέχει 1 συλλαβές: lake
Φωνητική μεταγραφή: ˈlāk
lake , ˈlāk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)