Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): knives
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): knife
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): knifed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): knifing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): knifes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): knife
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): knife
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
knife περιέχει 1 συλλαβές: knife
Φωνητική μεταγραφή: ˈnīf
knife , ˈnīf (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)