Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): knees
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): knee
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): kneed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): kneeing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): knees
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): knee
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): knee
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
knee περιέχει 1 συλλαβές: knee
Φωνητική μεταγραφή: ˈnē
knee , ˈnē (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)