Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): keener
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): keenest
Επίθετο (Adjective): keen
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): keens
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): keen
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): keened
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): keening
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): keens
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): keen
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): keen
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
keen περιέχει 1 συλλαβές: keen
Φωνητική μεταγραφή: ˈkēn
keen , ˈkēn (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)