Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): inventories
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): inventory
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): inventoried
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): inventorying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): inventories
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): inventory
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): inventory
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
inventory περιέχει 4 συλλαβές: in • ven • to • ry
Φωνητική μεταγραφή: ˈin-vən-ˌtȯr-ē
in ven to ry , ˈin vən ˌtȯr ē (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)