Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): induced
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): inducing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): induces
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): induce
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): induce
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
induce περιέχει 2 συλλαβές: in • duce
Φωνητική μεταγραφή: in-ˈdüs
in duce , in ˈdüs (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)