Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): indexes, indices
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): index
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): indexed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): indexing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): indexes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): index
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): index
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
index περιέχει 2 συλλαβές: in • dex
Φωνητική μεταγραφή: ˈin-ˌdeks
in dex , ˈin ˌdeks (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)