Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): incurred
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): incurring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): incurs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): incur
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): incur
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
incur περιέχει 2 συλλαβές: in • cur
Φωνητική μεταγραφή: in-ˈkər
in cur , in ˈkər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)