Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): humors, humor
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): humor
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): humored
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): humoring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): humors
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): humor
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): humor
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
humor περιέχει 2 συλλαβές: hu • mor
Φωνητική μεταγραφή: ˈhyü-mər
hu mor , ˈhyü mər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)