Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): holes
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): hole
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): holed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): holing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): holes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): hole
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): hole
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
hole περιέχει 1 συλλαβές: hole
Φωνητική μεταγραφή: ˈhōl
hole , ˈhōl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)