Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): holds, hold
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): hold
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): held
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): held
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): holding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): holds
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): hold
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): hold
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
holding περιέχει 2 συλλαβές: hold • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈhōl-diŋ
hold ing , ˈhōl diŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)