Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): hires, hire
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): hire
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): hired
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): hiring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): hires
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): hire
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): hire
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
hire περιέχει 1 συλλαβές: hire
Φωνητική μεταγραφή: ˈhī(-ə)r
hire , ˈhī( ə)r (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)