Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): heed
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): heed
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): heeded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): heeding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): heeds
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): heed
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): heed
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
heed περιέχει 1 συλλαβές: heed
Φωνητική μεταγραφή: ˈhēd
heed , ˈhēd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)